σπερματέλαιο

σπερματέλαιο
το, Ν
(βιοχ.) 1.κιτρινωπός ρευστός κηρός, που λαμβάνεται μαζί με το κήτειο σπέρμα, από τις κεφαλικές κοιλότητες και το ιχθυέλαιο τής φάλαινας και σήμερα χρησιμοποιείται κυρίως ως λιπαντικό
2. φρ. «ραφιναρισμένο σπερματέλαιο» — κατεργασμένο σπερματέλαιο που χρησιμοποιείται ως λιπαντικό μηχανών υψηλής ταχύτητας, οργάνων ακριβείας καθώς και στην υφαντουργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα, -ατος + έλαιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”